- δρόσισμα
- το (Μ δρόσισμαν)ο δροσισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρόσισμα — το ελαφρό βρέξιμο, ελαφρύ πάγωμα, φρεσκάρισμα: Το δρόσισμα της βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμψυξις — ἔμψυξις (Α) ανάψυξη, δρόσισμα … Dictionary of Greek
ανάψυξη — η (AM ἀνάψυξις) η πράξη του αναψύχω, δρόσισμα 2. στέγνη, στέγνωμα 3. αναψυχή, ανακούφιση, παρηγοριά … Dictionary of Greek
απόψυξη — η (Α ἀπόψυξις) νεοελλ. 1. το ξεπάγωμα 2. η πλήρης ψύξη αρχ. 1. το δρόσισμα 2. το ρίγος … Dictionary of Greek
διάψυξις — διάψυξις, η (Α) δρόσισμα, ψύχρανση … Dictionary of Greek
δροσοβόλημα — το το δρόσισμα … Dictionary of Greek
δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα … Dictionary of Greek
καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
καταψύχιν — καταψύχιν, τὸ (Μ) [καταψύχω] δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα … Dictionary of Greek